ὀξύπρῳρος

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A sharp-prowed : sharp-pointed, αἰχμαί A.Pr.423 (lyr.) ; ῥάχις Opp. H.3.333 : to be written with iota, Achae. ap. Lex.Mess.p.408.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπρῳρος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν πρῷραν, δηλ. εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν ἄκραν, αἰχμαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 424· ῥάχις Ὁππ. Ἁλ. 3. 333.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’avance ou se termine en pointe, aigu.
Étymologie: ὀξύς, πρῷρα.

Greek Monotonic

ὀξύπρῳρος: -ον (πρῴρα), αιχμηρός στην απόληξή του, σε Αισχύλ.