μάσομαι
Greek (Liddell-Scott)
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
fut. de μαίομαι.
Greek Monotonic
μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
fut. de μαίομαι.
μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.