μάσομαι

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.