σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
fut. de μαίομαι.
μάσομαι: fut. к μαίομαι.
μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω II.