πεντηκοντακάρηνος

Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρι-κάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.