καλλιπάρηος

Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

(so, not καλλί-ῃος, in most codd., cf. εὐπάραος) [πᾰ], ον,

   A beautiful-cheeked, Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il.1.143, Od.15.123; Λητώ Il.24.607, al., cf. B.19.4 (prob. l.), AP9.96(Antip. Thess.):— written καλλι-πάρειος Poll.2.87.

Greek Monolingual

καλλιπάρηος, -ον (Α)
καλλιπάρειος (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρηος (< αμάρτυρο παρηή, παλαιό ιων. τ. του παρειά), πρβλ. μιλτο-πάρηος].

Greek Monotonic

καλλιπάρηος: -ον (παρειά), αυτός που έχει ωραία μάγουλα, σε Όμηρ.