A = ὑψαυχενέω, AP9.777 (Phil.).
ὑψαυχενίζω: ὑψαυχενέω, Ἀνθ. Π. 9. 777.
c. ὑψαυχενέω.
Αὑψαυχενῶ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψαυχενῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].
ὑψαυχενίζω: μέλ. -σω, κρατώ τον αυχένα ψηλά, κάνω επίδειξη, σε Ανθ.