τυμβίτης

Revision as of 19:17, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A on or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m;
c.
τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.

Greek Monolingual

και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].

Greek Monotonic

τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.