τυροπώλης

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A cheesemonger, Ar.Eq.854, Critias 70, Lib.Or.29.30.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käseverkäufer, Käsehändler, Ar. Equ. 851.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν τυρόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 854.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de fromages.
Étymologie: τυρός.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που πωλεί τυρί, τυράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -πώλης].

Greek Monotonic

τῡροπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει τυρί, σε Αριστοφ.