ὑπέρπτωχος

Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A exceedingly poor, Arist.Pol.1295b7.

German (Pape)

[Seite 1201] übermäßig arm, Arist. pol. 4, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπτωχος: -ον, ὑπερβαλλόντως πτωχός, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
excessivement ou extrêmement pauvre.
Étymologie: ὑπέρ, πτωχός.

Greek Monolingual

-ον, Α πτωχός
πάμπτωχος.

Greek Monotonic

ὑπέρπτωχος: -ον, υπερβολικά φτωχός, πάμπτωχος, σε Αριστ.