πάμπτωχος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
πάμπτωχος: -ον, ὅλως διόλου πτωχός, (Ἰω. Γλυκ.) Ἑρμην. εἰς δημώδη ῥητὰ ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 554.
και πάμφτωχος, -η, -ο (Μ πάμπτωχος, -ον)
πάρα πολύ φτωχός, τελείως άπορος.