προλεύσσω

Revision as of 19:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A see before oneself or in front, S.Ph.1360.

German (Pape)

[Seite 733] vorher od. vor sich sehen, οἷα χρὴ παθεῖν με, Soph. Phil. 1344.

Greek (Liddell-Scott)

προλεύσσω: προβλέπω, ἀλλ’ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσειν Σοφ. Φ. 1360.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
prévoir, acc..
Étymologie: πρό, λεύσσω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προλεύσσω: βλέπω πριν από κάποιον ή πιο μπροστά, προβλέπω, σε Σοφ.