λεύσσω
English (LSJ)
by good authors used only in pres. and impf. (in codd. sometimes with single ς, as also in IG (v.infr.), CIG3284 (Smyrna), Hsch.);
A Ep. impf. λεῦσσον Od.8.200; Ion. λεύσσεσκον Emp.129.5: fut. λεύσω dub. in AP15.7, Man.6.93: aor. opt. λεύσσειε ib.487, λεύσσειεν ib. 620.—Poet. Verb, also used in Arc., IG5(2).16 (Tegea, iii B.C.), cf. Κλειτορίων… λεύσει· ὁρᾷ AB1096:—look upon or gaze upon, see, c. acc., Il. 1.120, al., Pi.P.4.145: c. Part., πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν Od.10.30; of the gods, ὁ εἰσαιὲν ὁρῶν κύκλος λεύσσει νιν Διός S.OC705 (lyr.); λεύσσετε… οἷα πάσχω Id.Ant.940 (anap.); used by Com. in mock Trag. phrases, Ar.Th.1052, Ra.992 (both lyr.).
2 abs., look, gaze, λεύσσων ἐπὶ οἴνοπα πόντον Il.5.771; Κυκλώπων ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν Od.9.166; ἐς αὐτόν 8.171, cf. S.OT1254; στατὸν εἰς ὕδωρ Id.Ph.716 (lyr.); ἐς χέρας E.Ph.596 (troch.); πρόσσω καὶ ὀπίσσω λ. Il. 3.110; ὁ μὴ λεύσσων, like ὁ μὴ βλέπων, he that lives no more, S.Tr.828 (lyr.); so c. acc., εἰ λεύσσει φάος E.Ph.1084, cf. Tr.269 (lyr.).
3 c.acc. cogn., λ. φονίου δέργμα δράκοντος A.Pers.81 (lyr.); λεπτά, δεινὸν λ. κόραις, E.Or.224, 389; φόνον λεῦσσόν τε προσώπῳ and looked murder, Theoc.25.137.
German (Pape)
[Seite 36] (vgl. λευκός, γλαύσσω), nur praes. u. impf., seh en, erblicken, wahrnehmen, Il. 1, 120. 16, 70 u. öfter; auch ohne den accus., sehen, blicken, ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, Il. 3, 110; ἐπὶ πόντον, auf das Meer hinschauen, ἐς γαῖαν, 5, 771 Od. 9, 166; ἀθάνατοι λεύσσουσι ὅσοι σκολιῇσι δίκῃσιν ἀλλήλους τρίβουσιν, Hes. O. 252; σθένος ἀελίοιο λεύσσομεν Pind. P. 4, 145; Tragg. öfter, εἰ μὴ πέλας Ὀδυσσέα στείχοντα λεύσσομεν Soph. Phil. 1205; εἴς τινα, O. R. 1254, wie Od. 8, 171 u. Eur. Phoen. 396; ὁ μὴ λεύσσων, der Todte, Soph. Tr. 825, wie εἰ λεύσσει φάος, wenn er lebt, Eur. Phoen. 1084; κυάνεον δ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος Aesch. Pers. 80, vgl. φόνον λεύσσοντε προσώπῳ Theocr. 25, 137. Die Gramm. führen das fut. λεύσω, aor. ἔλευσα an; ἔλευσας ist alte Lesart Aesch. Pers. 696, wie λεύσσατε Soph. O. C. 121.
French (Bailly abrégé)
ao. ἔλευσα, pf. inus.
1 voir, regarder, contempler, acc. : πρόσσω καὶ ὀπίσσω IL regarder devant et derrière, càd être avisé, prudent, rusé ; λ. ἐπὶ πόντον IL, ἐς γαῖαν OD, ἔς τινα OD tenir les yeux fixés sur la mer, sur la terre, sur qqn ; abs. ὁ μὴ λεύσσων SOPH celui qui ne voit pas, càd le mort;
2 avoir l'air de : λ. φονίου δέργμα δράκοντος ESCHL avoir le regard d'un dragon meurtrier.
Étymologie: R. λυκ, briller ; cf. lat. lux, lumen, etc.
Russian (Dvoretsky)
λεύσσω: (эп. impf. λεῦσσον - ион. iter. λεύσσεσκον; поздн. fut. λεύσω)
1 видеть (τι и τινά Hom., Aesch.): λεύσσετε οἷα πάσχω Soph. вы видите, как я страдаю;
2 смотреть, глядеть (ἐπὶ πόντον Hom.; εἰς ὕδωρ Soph.): λ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Hom. глядеть и вперед и назад, т. е. быть осмотрительным; δεινὸν λ. κόραις Eur. глядеть страшными глазами; λ. δέργμα δράκοντος Aesch. бросать взгляды дракона;
3 (тж. λ. φάος Eur.) видеть (дневной) свет, т. е. быть в живых (εἰ λεύσσει φάος Eur.): ὁ μὴ λεύσσων Soph. закрывший глаза, умерший.
Greek (Liddell-Scott)
λεύσσω: παρὰ τοῖς δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε διὰ τοῦ ἁπλοῦ σ)· Ἐπικ. παρατ. λεῦσσον Ὀδ. Θ. 200· Ἰων. λεύσσεσκον Ἐμπεδ. 431: - μέλλ. λεύσω ἐν Ἀνθ. Π. 15. 7, Μανέθων 6. 93: ἀόρ. ἔλευσα Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 235, Μανέθων. (Ἐκ τῆς √ΛΕΥΚ, πρβλ. Σανσκρ. lôk, lôk-âmi, lô-kâmi (video), lô-kanam (oculus)· Ἀρχ. Γερμαν. luogh-em (look)· Λιθ. lauk-iu (expecto)· - τὰ δὲ ἀμφιλύκη, Λατ. lux, luceo, κτλ., παράγονται ἐξ ἄλλης ῥίζης (ἴδε *λύκη), ἂν καὶ αἱ δύο ῥίζαι εἶναι πιθανῶς συγγενεῖς). Ποιητ. ῥῆμα, βλέπω ἢ ἐμβλέπω εἴς τι, παρατηρῶ, θεωρῶ, κυττάζω, μετ’ αἰτιατ., Ἰλ. Α. 120, κ. ἀλλ., Πινδ. Π. 4. 259, καὶ Τραγ.· μετὰ μετοχ., πυρπολέοντας ἐλεύσσομεν Ὀδ. Κ. 30· ἐπὶ τῶν θεῶν, ἀθάνατοι λεύσσουσιν, ὅσοι σκολιῇσι δίκῃσιν ἀλλήλους τρίβουσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 248 (μετὰ διαφ. γραφ. φράζονται), πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 705· λεύσσετε... οἷα πάσχω ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 940· ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμικ. ἐν παρῳδουμέναις Τραγ. φράσεσιν, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1052, Βάτρ. 992. 2) ἀπολ., βλέπω, ἀτενίζω, θεῶμαι, λεύσσων ἐπὶ οἴνοπα πόντον Ἰλ. Ε. 771· Κυκλώπων ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν Ὀδ. Ι. 166· ἐς αὐτὸν Θ. 170, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1254· στατὸν εἰς ὕδωρ Σοφ. Φιλ. 716· ἐς χέρας Εὐρ. Φοίν. 596· λ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Ἰλ. Γ. 109· - ὁ μὴ λεύσσων, ὡς τὸ ὁ μὴ βλέπων, ὁ μηκέτι ζῶν, Σοφ. Τρ. 829· εἰ λεύσσει φάος Εὐρ. Φοίν. 1084, πρβλ. Τρῳ 269. 3) μετ’ αἰτ. συστοίχ., λ. φονίου δέργμα δράκοντος Αἰσχύλ. Πέρσ. 81· λεπτά, δεινὸν λ. κόραις Εὐρ. Ὀρ. 224, 389· φόνον λεῡσσόν τε προσώπῳ εἶχον βλέμμα φονικόν, Θεόκρ. 25. 137.
English (Autenrieth)
(cf. λευκός, lux), ipf. λεῦσσε: see, behold.
English (Slater)
λεύσσω look upon “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.145) λεύσσει δ[ Δ. 4h. 8.
Greek Monolingual
λεύσσω (Α)
1. κοιτάζω, βλέπω κάποιον ή κάτι (α. «λεύσσετε γὰρ το γε πάντες, ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλη», Ομ. Ιλ.
β. «λεύσσετε... οἷα πάσχω», Σοφ.)
2. απόλ. ρίχνω το βλέμμα μου, ατενίζω (α. «Κυκλώπων ἐς γαῖαν ἐλεύσσομεν», Ομ. Οδ.
β. «κυανοῦν δ'ὄμμασι λεύσσων φονίου δέρμα δράκοντος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεύσσω ανάγεται σε τ. leuk-yo < ΙΕ ρίζα leuk- «λάμπω, φως, βλέπω» και ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια με σημ. «φως» (πρβλ. λευκός, λύχνος). Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. lokate «παρατηρώ, διακρίνω», εκ παραλλήλου με τον τ. rocate «λάμπω», με χεττιτ. luk-zi «γίνομαι φωτεινός», λατ. lūceō «λάμπω», τοχαρ. Α' lk-ā-m «βλέπω», τοχαρ. Β' lkā-sk-an].
Greek Monotonic
λεύσσω: Επικ. παρατ. λεῦσσον·
1. κοιτάζω, ατενίζω, βλέπω, παρατηρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. απόλ., βλέπω, ατενίζω, σε Όμηρ., Σοφ., κ.λπ.· ὁ μὴ λεύσσων, αυτός που δεν βλέπει πια, δηλ. αυτός που είναι πεθαμένος, σε Σοφ.· ομοίως, εἰ λεύσσει φάος, αν ακόμα βλέπει το φως, αν ζει ακόμα, σε Ευρ.
3. με σύστ. αιτ., λεύσσειν δέργμα δράκοντος, παρουσιάζω, έχω το βλέμμα του φιδιού, σε Αισχύλ.· λεύσσω φόνον, έχω φονικό βλέμμα, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: see (clearly), look, observe (Il., also Arc.; cf. Ruijgh L'élém. achéen 132, also Risch Gnomon 30, 92), only presentstem ewcept isolated and late aoristforms (λεύσσατε, λεύσσειε (ν) ); on the notation Debrunner IF 21, 254, Kretschmer Glotta 22, 223f.; on the meaning and the construction Treu Von Homer zur Lyrik 64.
Other forms: also λεύσω.
Compounds: rarely with ἐπι-, εἰσ-, προσ-, προ-.
Origin: IE [Indo-European] [687] *leuk- (become) light
Etymology: Beside the full grade yotpresent λεύσ(σ)ω from *λευκ-ι̯ω Sanskrit has a full grade thematic root present lokate (locate, with locanam eye) note, notice, which differs only in the phonetic development from rócate light (s. λευκός) . An athematic present is preserved in Hitt. luk-zi become light, day (stemvowel uncertain); further the iterative-intensive resp. causative Lat. lūceō light (let become light) = Skt. rocáyati let become light (IE *loukéiō, -eti); diff. Toch. A. lk-ā-m I see (zero grade with Toch. ā-lengthening), B lkā-sk-au id. (sk-present; cf. Lat. lūcēscit) beside primary full grade lyuketrä it lights. The meaning see (clearly) arose from light; s. Bechtel Lex. s. αὑγάζομαι, Lommel KZ 50, 262 ff., Fraenkel Wb. s. láukti, Frisk GHÅ 56: 3, 11 f. - Cf. λευκός, λύχνος, λοῦσσον.
Middle Liddell
1. to look or gaze upon, see, behold, Il., Trag.
2. absol. to look, gaze, Hom., Soph., etc.:— ὁ μὴ λεύσσων he that sees no more, i. e. is dead, Soph.; so, εἰ λεύσσει φάος if he still sees the light, Eur.
3. c. acc. cogn., λεύσσειν δέργμα δράκοντος to look the look of a dragon, Aesch.; λ. φόνον to look murder, Theocr.
Frisk Etymology German
λεύσσω: {leússō}
Forms: (auch λεύσω), nur Präsensstamm bis auf vereinzelte und späte Aoristformen (λεύσσατε, λεύσσειε(ν));
Grammar: v.
Meaning: ‘(klar) sehen, schauen, betrachten’ (ep. poet. seit Il., auch ark.; vgl. Ruijgh L’élém. achéen 132, dazu Risch Gnomon 30, 92), zur Schreibung Debrunner IF 21, 254, Kretschmer Glotta 22, 223f., zur Bedeutung und Konstruktion Treu Von Homer zur Lyrik 64.
Composita: vereinzelt mit ἐπι-, εἰσ-, προσ-, προ-,
Etymology: Neben dem hochstuflgen Jotpräsens λεύσ(σ)ω aus *λευκι̯ω steht im Aind. ein hochstufiges thematisches Wurzelpräsens lokate (locate, mit locanam Auge) erblicken, gewahr werden, das sich nur bezüglich der Lautentwicklung von rócate leuchten (s. λευκός) unterscheidet. Ein athematisches Präsens ist in heth. luk-zi hell werden, tagen (Stammvokal mehrdeutig) erhalten; hinzu kommt das iterativintensive bzw. kausative lat. lūceō ‘leuchten (lassen)’ = aind. rocáyati leuchten lassen (idg. *louqéiō, -eti); noch anders toch. A. lk-ā-m ich sehe (Schwundstufe mit toch. ā-Erweiterung), B lkā-sk-au ib. (sk-Präsens; vgl. lat. lūcēscit) neben primärem hochstufigem lyuketrä er leuchtet. Die Bedeutung ‘(klar) sehen’ ist aus leuchten erwachsen; s. Bechtel Lex. s. αὐγάζομαι, Lommel KZ 50, 262 ff., Fraenkel Wb. s. láukti, Frisk GHÅ 56: 3, 11 f. — Vgl. λευκός, λύχνος, λοῦσσον.
Page 2,110
Mantoulidis Etymological
(=βλέπω). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό λευκός. Θέμα λευκ+j+ω = λεύσσω. Παράγωγο: λευστός (=ὁρατός).