προσόρμισις

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming to anchor or to land, Th.4.10.

German (Pape)

[Seite 775] ἡ, das Vorankergehen, Einlaufen in den Hafen, Thuc. 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

προσόρμῐσις: -εως, τὸ προσορμίζεσθαι ἢ ἀγκυροβολεῖν, Θουκ. 4. 10, Συνέσ. 272D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’aborder, d’atterrir.
Étymologie: προσορμίζω.

Greek Monotonic

προσόρμῐσις: ἡ, άραγμα, αγκυροβόληση σε λιμάνι ή στεριά, σε Θουκ.