Φοίνισσα: φοίνισσα, θηλ. τοῦ Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
γυνή, Phoenician woman.
ἡ, Αβλ. Φοίνικας.
Φοίνισσα: Φοίνισσα, θηλ. αντί Φοῖνιξ, φοῖνιξ.