συνδιατελέω

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A continue with to the end, Pl.Phd.91b, D.61.38, Arist.Phgn.808b19, Iamb.Protr.20.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τελέω), mit od. zugleich vollenden, intrans. mit aushalten, bleiben; ἡ ἄγνοιά μοι αὕτη οὐ ξυνδιατελεῖ, ἀλλ' ὀλίγον ὕστερον ἀπολεῖται, Plat. Phaed. 91 b; Dem. 61, 38; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατελέω: Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ μέχρι τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
persévérer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διατελέω.

Greek Monotonic

συνδιατελέω: Αττ. μέλ. -τελῶ, συνεχίζω μέχρι τέλους, εξακολουθώ μέχρι το τέλος, σε Πλάτ.