συνδιατελέω
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
continue with to the end, Pl.Phd. 91b, D.61.38, Arist.Phgn.808b19, Iamb.Protr.20.
German (Pape)
[Seite 1008] (s. τελέω), mit od. zugleich vollenden, intrans. mit aushalten, bleiben; ἡ ἄγνοιά μοι αὕτη οὐ ξυνδιατελεῖ, ἀλλ' ὀλίγον ὕστερον ἀπολεῖται, Plat. Phaed. 91 b; Dem. 61, 38; Sp.
French (Bailly abrégé)
συνδιατελῶ :
persévérer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διατελέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διατελέω samen (met...) blijven bestaan, met dat..; (διάνοιαν) συνδιατελοῦσαν... τοῖς ἔχουσιν (het intellect) dat tot het eind toe samenblijft met degenen die haar bezitten Dem. 61.38; (helemaal) blijven bestaan:. ἡ δὲ ἄνοιά μοι αὕτη οὐ συνδιατελεῖ maar die dwaasheid van mij zal niet blijven bestaan Plat. Phaed. 91b.
Russian (Dvoretsky)
συνδιατελέω: вместе пребывать, оставаться: σ. τινι Plat., Dem. оставаться с кем-л. или при ком-л.
Greek Monotonic
συνδιατελέω: Αττ. μέλ. -τελῶ, συνεχίζω μέχρι τέλους, εξακολουθώ μέχρι το τέλος, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατελέω: Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ μέχρι τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.