νεκροδόκος

Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A = νεκροδέγμων, receiving the dead, κλιντήρ AP7.634 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδέγμων, κλιντήρ, Antiphil. 35 (VII, 634).

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, Ἀνθ. Π. 7. 634.

Greek Monolingual

νεκροδόκος, -ον (Α)
(για τον Άδη ή για νεκρική κλίνη) αυτός που δέχεται τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ιερο-δόκος, μηλο-δόκος.

Greek Monotonic

νεκροδόκος: -ον, = νεκροδέγμων, σε Ανθ.