ὑπερτιμάω

Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A honour exceedingly, τινα S.Ant.284, LXX 4 Ma.8.5; prize overmuch, Ph.1.112:—Pass., Luc.JTr.48.

German (Pape)

[Seite 1202] übermäßig schätzen, ehren; Soph. Ant. 284, überschätzen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερτῑμάω: τιμῶ ὑπερβαλλόντως, τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
honorer ou estimer particulièrement, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τιμάω.

Greek Monotonic

ὑπερτῑμάω: μέλ. -ήσω, τιμώ υπερβολικά, τινά, σε Σοφ.