ὑπερτιμάω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
honour exceedingly, τινα S.Ant.284, LXX 4 Ma.8.5; prize overmuch, Ph.1.112:—Pass., Luc.JTr.48.
German (Pape)
[Seite 1202] übermäßig schätzen, ehren; Soph. Ant. 284, überschätzen.
French (Bailly abrégé)
ὑπερτιμῶ :
honorer ou estimer particulièrement, acc..
Étymologie: ὑπέρ, τιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτῑμάω: осыпать почестями (τινα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτῑμάω: τιμῶ ὑπερβαλλόντως, τινὰ Σοφ. Ἀντ. 284· ἐκτιμῶ εἰς ὑπερβολήν, ἀποδίδω ὑπερβάλλουσαν ἀξίαν εἴς τι, Φίλων 1. 112· ― Παθ., Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 48.
Greek Monotonic
ὑπερτῑμάω: μέλ. -ήσω, τιμώ υπερβολικά, τινά, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to honour exceedingly, τινά Soph.