πανλώβητος

Revision as of 19:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.

Greek (Liddell-Scott)

πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait défiguré, hideux.
Étymologie: πᾶν, λωβάω.

Greek Monolingual

και κατά διόρθ. παλλώβητος, -ον, Α
εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»].

Greek Monotonic

πανλώβητος: -ο, φοβερά δύσμορφος, αποκρουστικός, σε Λουκ.