πανλώβητος
From LSJ
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
πανλώβητον, grievously disfigured, hideous, Luc.Tox.24.
German (Pape)
[Seite 460] ganz, sehr entstellt, häßlich, μορμολυκεῖον, Luc. Tox. 24, besser παλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait défiguré, hideux.
Étymologie: πᾶν, λωβάω.
Russian (Dvoretsky)
πανλώβητος: Luc. = παλλώβητος.
Greek (Liddell-Scott)
πανλώβητος: oν, ὁ πάνυ λελωβημένος, πάνυ δύσμορφος, δυσειδέστατος, Λουκ. Τόξ. 24.
Greek Monolingual
και κατά διόρθ. παλλώβητος, -ον, Α
εξαιρετικά δύσμορφος, ασχημότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λωβῶμαι «βλάπτω, καταστρέφω, ακρωτηριάζω»].
Greek Monotonic
πανλώβητος: -ο, φοβερά δύσμορφος, αποκρουστικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
παν-λώβητος, ον,
grievously disfigured, hideous, Luc.