αποκρουστικός

From LSJ

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποκρουστικός, -ή, -όν) αποκρούω
νεοελλ.
αντιπαθητικός, απεχθής, δυσάρεστος
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να αποκρούει
2. (για τη σελήνη) που λιγοστεύει, που είναι στη φάση της ελάττωσης.