περιπλόμενος

Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. περιπέλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλόμενος: ἴδε περιπέλομαι.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 sync. de περιπέλομαι.

English (Autenrieth)

see περιπέλομαι.

Greek Monotonic

περιπλόμενος: συγκοπτ. μτχ. του περιπέλομαι.