ἰδεῖν

Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ep. ἰδέειν, Dor. ἰδέμεν, aor. 2 inf. of ὁράω,

   A v. εἴδω.

German (Pape)

[Seite 1235] inf. zu εἶδον, aor. von ὁράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. β΄ εἶδον˙ Ἐπικ. ἰδέειν Ὅμ.˙ Δωρ. ἰδέμεν Πίνδ.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de εἶδον, v. *εἴδω.

Greek Monolingual

ἰδεῑν, τὸ (Μ)
1. βλέμμα, ματιά
2. όψη, εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απρμφ. αορ. β' του ρ. ορώ με σημ. την αφηρημένη έννοια (πρβλ. το είναι «ύπαρξη»)].

Greek Monotonic

ἰδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του εἶδον· Επικ. ἰδέειν· Δωρ. ἰδέμεν.