δίγληνος
English (LSJ)
ον,
A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.
Greek (Liddell-Scott)
δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.
Greek Monolingual
δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
Greek Monotonic
δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.