λυσσόω

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A enrage, madden:—Pass., to be or grow furious, Ps.-Phoc. 122.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσόω: κάμνω τινὰ λυσσαλέον, μαινόμενον, Ἐπικ. μετοχ. λυσσώων Ἀνθ. Π. 5. 266, Μανέθων 1. 244· ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι μανιώδης, Ψευδο-Φωκυλ. 114.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre en rage ; Pass. être en rage.
Étymologie: λύσσα.

Greek Monotonic

λυσσόω: (λύσσα), εξοργίζω, τρελαίνω· Επικ. μτχ. λυσσώων, σε Ανθ.