διασιωπάω

Revision as of 20:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

fut. -ήσομαι,

   A remain silent, E.Hel.1551, X.Mem.3.6.4.    2 pause in reading, Gal.16.742, al.    II trans., pass over in silence, E.Ion1566; also in Dor. fut., διασωπάσομαί οἱ μόρον Pi.O. 13.91.

German (Pape)

[Seite 601] (s. σιωπάω), immerfort schweigen; Xen. Mem. 3, 6, 4; übh. = verschweigen, αὐτά Eur. Ion 1566, u. Sp., wie Plut. Ages. 11.

Greek (Liddell-Scott)

διασιωπάω: μέλλ. -ήσομαι, διαμένω σιωπηλός, Εὐρ. Ἑλ. 1551, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 4. ΙΙ. μεταβ., παρέρχομαι ἐν σιωπῇ, παρασιωπῶ, δὲν ἀναφέρω, Εὐρ. Ἴωνι 1566· οὕτω καὶ ἐν Δωρ. μέλλ., διασωπάσομαί οἱ μόρον Πίνδ. Ο. 13. 130.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. διασιωπήσομαι;
rester silencieux.
Étymologie: διά, σιωπάω.

Spanish (DGE)

(διασῐωπάω)
• Morfología: [dór. fut. med. διασωπάσομαι Pi.O.13.91]
1 intr. permanecer en silencio E.Hel.1551, X.Ages.5.5, Plu.11, Cleom.24
en aor. callarse, hacer una pausa ἐπεὶ δὲ ὁ Γλαύκων διεσιώπησε X.Mem.3.6.4, en la lectura, Gal.16.742.
2 tr. callar, ocultar, pasar por alto αὐτά E.Io 1566, en v. med. mismo sent. διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ le ocultaré su destino Pi.l.c.

Greek Monotonic

διασιωπάω: μέλ. -ήσομαι,
I. παραμένω σιωπηλός, σε Ευρ., Ξεν.
II. μτβ., αποσιωπώ, παρασιωπώ, σε Ευρ.