παρασιωπώ
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
-άω και -έω, ΝΑ
παρέρχομαι, αποσιωπώ ηθελημένα, αποφεύγω σκόπιμα να αναφέρω κάτι
αρχ.
1. τηρώ σιγή, σωπαίνω
2. αγνοώ, παραβλέπω, κάνω τα στραβά μάτια
3. αδιαφορώ, γυρίζω την πλάτη σε ικέτη
4. (για γραπτό κείμενο) αφήνω έξω χωρίο, απόσπασμα
5. (για τον χορό δράματος) στέκομαι, παραστέκομαι σιωπηλά.