ἀπιάλλω

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

fut.

   A -ιαλῶ Hsch., Dor. for ἀποπέμπω, Th.5.77; μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε keep them off, Archestr.Fr.29.

German (Pape)

[Seite 291] wegschicken, lakon. W. bei Thuc. 5, 77.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπῐάλλω: μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἀποπέμπω, Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.

French (Bailly abrégé)

renvoyer.
Étymologie: mot. lac.

Spanish (DGE)

dór. enviar αἰ δέ τι δοκῇ τοῖς ξυμμάχοις, οἴκαδ' ἀπιάλλην y si los aliados hacen alguna proposición, podrán devolverlo (el tratado) a su país (para su revisión), Th.5.77, en tm. μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε de una (aulaga) grande aparta tus manos Archestr.29, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἀπιάλλω (Α)
αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].

Greek Monotonic

ἀπιάλλω: Λακων. λέξη αντί ἀποπέμπω, σε Θουκ.