προὔκειτο: προὐκινδύνευε (ὀρθότερ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέκ-.
3ᵉ sg. impf. de πρόκειμαι.
προὔκειτο: προὐκινδύνευσε, αμτβ. του προέκειτο, προ-εκινδύνευσε.