ὀφεώδης

Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ες,

   A snake-like, Pl.R.590b. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.16.

German (Pape)

[Seite 425] ες, = ὀφιώδης, schlangenartig, Plat. Rep. IX, 590 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὄφιν, Πλάτ. Πολ. 590Β. πρβλ. ὀφιώδης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un serpent.
Étymologie: ὄφις, -ωδης.

Greek Monolingual

ὀφεώδης, -ῶδες (Α)
βλ. οφιώδης.

Greek Monotonic

ὀφεώδης: -ες (ὄφις, εἶδος), αυτός που μοιάζει με φίδι, σε Πλάτ.