ὀφεώδης
English (LSJ)
ες,
A snake-like, Pl.R.590b. Adv. -δῶς Eust.ad D.P.16.
German (Pape)
[Seite 425] ες, = ὀφιώδης, schlangenartig, Plat. Rep. IX, 590 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφεώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς ὄφιν, Πλάτ. Πολ. 590Β. πρβλ. ὀφιώδης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un serpent.
Étymologie: ὄφις, -ωδης.
Greek Monolingual
ὀφεώδης, -ῶδες (Α)
βλ. οφιώδης.
Greek Monotonic
ὀφεώδης: -ες (ὄφις, εἶδος), αυτός που μοιάζει με φίδι, σε Πλάτ.