ὀφιώδης
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ὀφιῶδες,
A = ὀφιοειδής, Arist.PA696b23, IA707b30 (Comp.); πάθος Ph.1.81; ἡδονή ib.82; τὴν λεγομένην ὀφιώδη φλέβα Hippiatr. 10.
II = ὀφιόεις, snaky, Γοργών Pi.O.13.63; νῆσος Str.16.4.6.
German (Pape)
[Seite 426] ες, wie ὀφιόεις, voll Schlangen, Γοργών, Pind. Ol. 13, 61; schlangenähnlich, Arist. de incessu anim. 7 u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὀφιώδης: змеевидный (ἡ μορφή Arst.); похожий на змею (ἰχθύς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιώδης: -ες, = ὀφιοειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 19, π. Ζ. Πορείας 7. 9. ΙΙ. = ὀφιόεις, πλήρης ὄφεων, Γοργὼν Πινδ. Ο. 13. 89· νῆσος Στράβ. 770.
English (Slater)
ὀφῐώδης snake clad τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος (cf. (P. 12.9) ) (O. 13.63)
Greek Monolingual
ὀφιώδης, -ῶδες (ΑΜ, Α και ὀφεώδης, -ῶδες) όφις
αυτός που μοιάζει με φίδι, οφιοειδής («τὴν λεγομένην ὀφιώδη φλέβα», Ιππιατρ.)
αρχ.
ο γεμάτος φίδια («ὀφιώδης νῆσος», Στράβ.).
επίρρ...
ὀφεωδῶς (Α)
με οφεώδη τρόπο, σαν φίδι.