ὁμοίϊος

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 334] ον, ep. = ὅμοιος, w. m. s. [Bei langer Endsylbe wird des Verses wegen die vorletzte Sylbe lang, z. B. ὁμοιΐου, vgl. Spitzner vers. her. p. 33.]

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοίϊος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ ὅμοιος, ον, [ῑ χάριν τοῦ μέτρου πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὁμοιΐου πτολέμοιο Ἰλ. Ι. 440., Ν. 358, 635 ἀλλὰ ῐ πρὸ τοῦ καταληκτικοῦ ον, Δ 314, 444]. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
épq. c. ὅμοιος.

Greek Monotonic

ὁμοίϊος: -ον, Επικ. αντί ὅμοιος, -ον, σε Ομήρ. Ιλ. ( χάριν μέτρου πριν από μακρά συλλαβή).