γλήχων

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Dor. γλάχων, ἡ,

   A v. βλήχων,    II γ. ἀγρία, = καλαμίνθη 11, Ps.-Dsc.3.35; = δίκταμνον, ib.32.

Greek (Liddell-Scott)

γλήχων: Δωρ. γλάχων, ἡ, ἴδε ἐν λ. βλήχων.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ἡ) :
pouliot, sorte de menthe, plante.
Étymologie: DELG cf. βληχώ.

Greek Monolingual

η (Α)
βλ. βληχώνι.

Greek Monotonic

γλήχων: Δωρ. γλάχων, βλ. βλήχων.