βληχώ

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχώ Medium diacritics: βληχώ Low diacritics: βληχώ Capitals: ΒΛΗΧΩ
Transliteration A: blēchṓ Transliteration B: blēchō Transliteration C: vlicho Beta Code: blhxw/

English (LSJ)

-οῦς, ἡ, v. βλήχων.

Spanish (DGE)

v. βλήχων.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
1 pouliot, plante;
2 c. ἐφήβαιον.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

German (Pape)

βλήχων.

Russian (Dvoretsky)

βληχώ: οῦς ἡ Arph. = γλήχων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχώ -οῦς, ἡ, Ion. γληχώ -οῦς, Dor. γλᾱχώ βλήχων polei (plant); overdr., seks. van schaamhaar. κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη haar grasveldje is netjes getrimd Aristoph. Lys. 89.

Greek Monolingual

βληχώνι το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, βληχοῦς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, γληχοῦς, ιων. τ. και γλάχων, γλάχωνος και γλαχώ, γλαχοῦς δωρ. τ., Μ και βλήχων, βλήχωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (Mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι (βληχάομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων.

Translations

Mentha pulegium

Basque: txortalo; Bulgarian: полски джоджен; Catalan: poliol; English: pennyroyal; Estonian: kirbumünt; Finnish: puolanminttu; Galician: poexo; Georgian: ომბალო; German: Polei, Poleiminze, Polei-Minze, Flohkraut; Greek: φλησκούνι; Ancient Greek: ἄλβολον, ἀνακτητικόν, ἀρσενάκανθον, βλησκούνιον, βλῆχρος, βληχώ, βλήχων, βληχώνιον, γλάχων, γλήχων; Hungarian: csombormenta; Irish: borógach; Latin: puleium, pulegium; Persian: پونه‎, رافونه‎; Russian: мята болотная, мята блошница; Spanish: poleo; Turkish: yarpuz