κυκλοσοβέω

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A whirl round, πόδα cj. in Ar.V.1523 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1527] im Kreise scheuchen, rings verscheuchen, Ar. Vesp. 1523, nach Dindorfs Conj. für πόδ' ἐν κύκλῳ σοβεῖτε.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλοσοβέω: περιστρέφω, περιδινῶ, πόδα Ἀριστοφ. Σφ. 1523. ἐξ εἰκασ. Δινδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mouvoir en rond.
Étymologie: κύκλος, σοβέω.

Greek Monotonic

κυκλοσοβέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ κυκλικά, περιστρέφω, σε Αριστοφ.