ἱερακίσκος

Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἱέραξ, Ar.Av.1112.

German (Pape)

[Seite 1240] ὁ, dim. von ἱέραξ, Ar. Av. 1112.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερᾱκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἱέραξ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1112.

Greek Monolingual

ἱερακίσκος, ὁ (Α)
μικρό γεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ιέραξ].

Greek Monotonic

ἱερᾱκίσκος: ὁ, υποκορ. του ἱέραξ, σε Αριστοφ.