βιοθάλμιος

Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, (θάλλω)

   A strong, hale, h. Ven.189.

German (Pape)

[Seite 445] ἀνήρ, lebenskräftig, H. h. Ven. 190.

Greek (Liddell-Scott)

βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.

Spanish (DGE)

-ον fuerte, robusto, ἀνήρ h.Ven.189.

Greek Monolingual

βιοθάλμιος, -ον (Α)
θαλερός, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»].

Greek Monotonic

βῐοθάλμιος: -ον (θάλλω), ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός, σε Ομηρ. Ύμν.