σφριγηλός

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].