μηδεπώποτε

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Adv.

   A never yet, D.18.271.

German (Pape)

[Seite 170] noch niemals, Luc. Hermot. 31 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

μηδεπώποτε: ἐπίρρ., μηδέποτε ἀκόμη, Δημ. 316. 22, κτλ.· κυρίως μετὰ παρῳχημένων χρόνων· ἴδε οὐδέποτε.

French (Bailly abrégé)

adv.
jamais encore.
Étymologie: μηδέ, πώποτε.

Greek Monolingual

μηδεπώποτε (Α)
επίρρ. ποτέ ώς τώρα, ποτέ ακόμη ώς τώρα («καὶ τῶν μηδεπώποτ' ἰδόντων ἐμέ», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + πώποτε «ποτέ ώς τώρα»].

Greek Monotonic

μηδεπώποτε: επίρρ., μηδέποτε μέχρι τώρα, σε Δημ.