ἐξευλαβέομαι

Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A guard carefully against, τι Pl.La.199d, al.; ἐ. τοῦτο μή . . E.Andr.644; ἐ. μή . . A.Fr.205.

German (Pape)

[Seite 879] sich sorgfältig in Acht nehmen, μή σε προσβάλῃ Aesch. frg. 181; Eur. Andr. 645; τὰ δεινά Plat. Lach. 199 e; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευλᾰβέομαι: προφυλάττομαι μετὰ προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se garder avec soin de, acc. ; avec μή et le subj..
Étymologie: ἐξ, εὐλαβέομαι.

Greek Monotonic

ἐξευλᾰβέομαι: μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.