συννικάω

Revision as of 21:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:— Pass., to be conquered together, D.C.49.10.

Greek (Liddell-Scott)

συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.

Greek Monotonic

συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.