συννικάω

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννῑκάω Medium diacritics: συννικάω Low diacritics: συννικάω Capitals: ΣΥΝΝΙΚΑΩ
Transliteration A: synnikáō Transliteration B: synnikaō Transliteration C: synnikao Beta Code: sunnika/w

English (LSJ)

have part in a victory, τινι with another, E.Alc.1103; χορῷ IG22.3101 (tm.); μετ' ἀλλήλων X.Cyr.6.4.14: abs., And.3.27:—Pass., to be conquered together, D.C.49.10.

French (Bailly abrégé)

συννικῶ :
vaincre avec, τινι.
Étymologie: σύν, νικάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννῑκάω [σύν, νικάω] gezamenlijk overwinnen.

German (Pape)

[ῑ], mit, zugleich, zusammen siegen, τινί, Eur. Alc. 1106; auch trans., mit überwinden, Sp.; συννενικημένοι DC. 49.10.

Russian (Dvoretsky)

συννῑκάω: совместно побеждать (τινι Eur. и μετά τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

συννῑκάω: νικῶ ὁμοῦ μετά τινος, νικῶντι μέντοι καὶ σὺ συννικᾷς ἐμοὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1103· μετά τινος Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 2. ΙΙ. μεταβ., Δίων Κ. 37. 21· παθητ., ὁ αὐτ. 49. 10.

Greek Monotonic

συννῑκάω: νικώ, κυριεύω, κατακτώ μαζί με κάποιον, τινί, σε Ευρ.

Middle Liddell

to have part in a victory with, τινί Eur.