Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατακτώ

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

κατακτώμαι, -άομαι)
1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.)
2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τον κατέκτησε με τον τρόπο της» β. «κατακτᾶσθαι τὸ θέατρον», Αιλ.)
3. παίρνω κάτι με βίαιο τρόπο, γίνομαι κύριος με πολεμικές επιχειρήσεις, κυριεύω, καταλαμβάνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε το περσικό κράτος» β. «μεγάλους πλούτους κατακτήσασθαι, χώραν κατακτώμενοι», Ισοκρ.)
νεοελλ.
έχω ερωτικές επιτυχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κτῶμαι «αποκτώ»].