ἐπιβούλευμα

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A plot, scheme, Th.3.45, J.AJ17.12.2, Plu. Caes.4 (pl.), D.C.61.13.

German (Pape)

[Seite 930] τό, Nachstellung, Thuc. 4, 68 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Caes. 4; übh. gefährliches, feindliches Vorhaben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβούλευμα: τό, ἐπιβουλή, Θουκ. 3. 45 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
projet hostile, machination.
Étymologie: ἐπιβουλεύω.

Greek Monolingual

ἐπιβούλευμα, το (Α) επιβουλεύω
επιβουλή, σκευωρία.

Greek Monotonic

ἐπιβούλευμα: -ατος, τό, συνωμοσία, επιβουλή, μηχανορραφία, σε Θουκ.