ὑπερπερισσῶς

Revision as of 21:19, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Adv.

   A beyond all measure, Ev.Marc.7.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπερισσῶς: Ἐπίρρ., ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ζ΄, 37.

English (Strong)

from ὑπέρ and περισσῶς; superabundantly, i.e. exceedingly: beyond measure.

English (Thayer)

adverb, beyond measure, exceedingly: Mark 7:37. Scarcely found elsewhere.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + περισσῶς «υπερβολικά, υπέρμετρα»].

Greek Monotonic

ὑπερπερισσῶς: επίρρ., υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη