ὑπερπερισσῶς
English (LSJ)
Adv.
A beyond all measure, Ev.Marc.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπερισσῶς: Ἐπίρρ., ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ζ΄, 37.
English (Strong)
from ὑπέρ and περισσῶς; superabundantly, i.e. exceedingly: beyond measure.
English (Thayer)
adverb, beyond measure, exceedingly: Mark 7:37. Scarcely found elsewhere.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. περισσότερο από το κανονικό, υπερβολικά, υπέρμετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + περισσῶς «υπερβολικά, υπέρμετρα»].
Greek Monotonic
ὑπερπερισσῶς: επίρρ., υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη