ὁδωτός

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127 ; ὁ. θάλασσα Suid.    II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.

German (Pape)

[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.

Greek Monolingual

ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.

Greek Monotonic

ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.