βουποίμην

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ενος, ὁ,

   A herdsman, ib.7.622 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 459] ενος, Ochsenhirt, Antiphil. 30 (VII, 622).

Greek (Liddell-Scott)

βουποίμην: -ενος, ὁ, βουκόλος, βοσκὸς βοῶν, Ἀνθ. II. 7. 622.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ) :
bouvier.
Étymologie: βοῦς, ποιμήν.

Spanish (DGE)

-ενος, ὁ pastor, AP 7.622 (Antiphil.).

Greek Monolingual

βουποίμην, ο (Α)
ο βουκόλος.

Greek Monotonic

βουποίμην: -ενος, ὁ, βοσκός των βοδιών, αγελαδάρης, βουκόλος, σε Ανθ.