συμπαρακύπτω

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A bend oneself along with, Luc.Icar.25.

German (Pape)

[Seite 984] mit oder zusammen nebenhin sich bücken, Luc. Icarom. 25.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακύπτω: παρακύπτω συγχρόνως ἢ κύπτω πλησίον ἄλλου, Λουκ. Ἰκαρομ. 25.

French (Bailly abrégé)

se pencher ensemble pour regarder.
Étymologie: σύν, παρακύπτω.

Greek Monolingual

Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].

Greek Monolingual

Α
γέρνω, σκύβω κοντά σε κάποιον ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακύπτω «σκύβω και βλέπω»].

Greek Monotonic

συμπαρακύπτω: σκύβω συγχρόνως ή κοντά σε κάποιον, σε Λουκ.