διαπίμπλαμαι

Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek (Liddell-Scott)

διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.

Greek Monotonic

διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.